- επιμηκύνω
- επιμήκυνα, επιμηκύνθηκα, μτβ., αυξάνω κάτι σε μήκος, το κάνω μακρύτερο, μακραίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιμηκύνω — επιμηκύνω, επιμήκυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπιμηκύνω — ἐπιμηκύ̱νω , ἐπιμηκύνω lengthen aor subj act 1st sg ἐπιμηκύ̱νω , ἐπιμηκύνω lengthen pres subj act 1st sg ἐπιμηκύ̱νω , ἐπιμηκύνω lengthen pres ind act 1st sg ἐπιμηκύ̱νω , ἐπιμηκύνω lengthen aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμηκύνω — (AM ἐπιμηκύνω) αυξάνω κάτι κατά το μήκος, τό καθιστώ μακρότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηκύνω (< μήκος)] … Dictionary of Greek
ἐπιμηκῦναι — ἐπιμηκύνω lengthen aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek
ἐπιμηκύνηται — ἐπιμηκύ̱νηται , ἐπιμηκύνω lengthen aor subj mid 3rd sg ἐπιμηκύ̱νηται , ἐπιμηκύνω lengthen pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
αποτείνω — (AM ἀποτείνω) ( ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον νεοελλ. φρ. «αποτείνω τον λόγο» μιλώ σε κάποιον αρχ. μσν. ( ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι αρχ. Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω 2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ 3. τεντώνω… … Dictionary of Greek
εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… … Dictionary of Greek
εκτείνω — (AM ἐκτείνω) 1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω νεοελλ. 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη… … Dictionary of Greek